ἰδιοπαθῇ

ἰδιοπαθῇ
ἰδιοπαθέω
suffer from a local affection
pres subj mp 2nd sg
ἰδιοπαθέω
suffer from a local affection
pres ind mp 2nd sg
ἰδιοπαθέω
suffer from a local affection
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μεγαοισοφάγος — Παθολογική αύξηση της διαμέτρου του αυλού του οισοφάγου, που οφείλεται συνήθως σε σπασμό του καρδιακού στομίου του. Λόγω της αδυναμίας προώθησης του οισοφαγικού περιεχομένου προς τον στόμαχο, το τοίχωμα του οισοφάγου χάνει την ελαστικότητά του… …   Dictionary of Greek

  • χοληστερίνη — Πολυκυκλική αλκοόλη με φυσικοχημικά χαρακτηριστικά λιπαρής ουσίας· η χημική της δομή περιλαμβάνει ένα βασικό πυρήνα, το στεράνιο, που είναι κοινός και για τη βιταμίνη D, τις ορμόνες των επινεφριδίων, τα ανδρογόνα, τα οιστρογόνα και τα χολικά οξέα …   Dictionary of Greek

  • υπέρταση αρτηριακή — (Ιατρ.). Μόνιμη αύξηση της αρτηριακής πίεσης πάνω από τη μέση φυσιολογική τιμή. Στον καθορισμό της υπέρτασης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη τόσο η τιμή της μέγιστης όσο και της ελάχιστης πίεσης. Kλινικά θεωρείται υπερτασικό το άτομο που έχει πάνω από …   Dictionary of Greek

  • ψυχοσωματική — Τομέας της ιατρικής, που μελετά τον ρόλο των ψυχικών παραγόντων στην εμφάνιση οργανικών παθήσεων. Η επίδραση αυτή μπορεί να αφορά τόσο την αιτιολογία όσο και τη συμπτωματολογία ή τη θεραπεία πολυάριθμων φαινομένων. Μόνο κατά τον 20ό αι., ιδίως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”